πότμος

πότμος
πότμος (-ος, -ου, -ῳ, -ον.)
1 fortune (good or bad)

πότμῳ σὺν εὐδαίμονι O. 2.18

τὸν εὔφρονα πότμον O. 2.36

Τιμόσθενες, ὔμμε δ' ἐκλάρωσεν πότμος Ζηνὶ O. 8.15

μὴ καθέλοι μιν αἰὼν πότμον ἐφάψαις ὀρφανὸν γενεᾶς O. 9.60

τὸ πλουτεῖν δὲ σὺν τύχᾳ πότμου σοφίας ἄριστον P. 2.56

λαγέταν γάρ τοι τύραννον δέρκεται εἴ τιν' ἀνθρώπων ὁ μέγας πότμος P. 3.86

πότμου παραδόντος P. 5.3

πότμος δὲ κρίνει συγγενὴς ἔργων πέρι πάντων N. 5.40

καίπερ ἐφαμερίαν οὐκ εἰδότες οὐδὲ μετὰ νύκτας ἄμμε πότμος ἅντιν' ἔγραψε δραμεῖν ποτὶ στάθμαν N. 6.6

εἴργει δὲ πότμῳ ζυγένθ' ἕτερον ἕτερα N. 7.6

πότμον ἀμπιπλάντες ὁμοῖον (sc. Διόσκουροι) N. 10.57 (μάτρωι) χάλκασπις ᾧ πότμον μὲν Ἄρης ἔμειξεν (i. e. θάνατον Σ) I. 7.25 ]ποτμος[ Θρ. 5c. 2. πότμοιο λιπα[ ?fr. 334a. 5. pro pers.,

ἐμοὶ δ' ὁποίαν ἀρετὰν ἔδωκε Πότμος ἄναξ, εὖ οἶδ ὅτι χρόνος τελέσει N. 4.42

νῦν δ' αὖτις ἀρχαίας ἐπέβασε Πότμος συγγενὴς εὐαμερίας (sc. αὐτόν) I. 1.39

Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πότμος — that which befalls one masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πότμος — ὁ, Α (ποιητ. τ.) 1. καθετί που συμβαίνει τυχαία σε κάποιον 2. μοίρα, τύχη, συνήθως κακή 3. θάνατος που καθορίζεται από το πεπρωμένο, μοιραίος θάνατος («ὀλόμην καὶ πότμον ἐπέσπον», Ομ. Οδ.) 4. ως κύριο όν. Πότμος η Μοίρα («ὁ μέγας Πότμος», Πίνδ.)… …   Dictionary of Greek

  • πότμοι — πότμος that which befalls one masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πότμοιν — πότμος that which befalls one masc gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πότμοιο — πότμος that which befalls one masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πότμον — πότμος that which befalls one masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πότμου — πότμος that which befalls one masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πότμων — πότμος that which befalls one masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πότμῳ — πότμος that which befalls one masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακόποτμος — κακόποτμος, ον (Α) κακότυχος, δυστυχής («ἐμὲ κακόποτμον», Ευρ.). επίρρ... κακοπότμως (Μ) με δυστυχία, κακότυχα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + ποτμος (< πότμος), πρβλ. βαρύ ποτμος, υστερό ποτμος] …   Dictionary of Greek

  • νήποτμος — νήποτμος, ον (Α) άτυχος, κακότυχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. πρόθημα νή * + πότμος «πεπρωμένο» (πρβλ. ά ποτμος, δυσ πότμος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”